εξακρίβωση

εξακρίβωση
[-ις (-εως)] η уточнение, проверка, выяснение; установление (истины и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εξακρίβωση" в других словарях:

  • εξακρίβωση — η (AM ἐξακρίβωσις) [εξακριβώ] νεοελλ. διαπίστωση, επαλήθευση, βεβαίωση («εξακρίβωση τής ειδήσεως») μσν. ακριβής έκθεση αρχ. αυστηρή τήρηση («ἐξακρίβωσις τοῡ νόμου», Ιώσ.) …   Dictionary of Greek

  • εξακρίβωση — η διαπίστωση, επαλήθευση, έλεγχος ακρίβειας: Εξακρίβωση πληροφορίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… …   Dictionary of Greek

  • ραντάρ — (radar, από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων radio detection and ranging = ραδιοεντοπισμός και μέτρηση της απόστασης). Ηλεκτρονική συσκευή που εκμεταλλεύεται το φαινόμενο της ανάκλασης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και χρησιμοποιείται για τον… …   Dictionary of Greek

  • εξέταση — η 1. λεπτομερειακή έρευνα, μελέτη, έλεγχος, εξακρίβωση. 2. ανάκριση, κατάθεση μάρτυρα ή διαδίκου. 3. συνήθ. στον πληθ., εξετάσεις γραπτή ή προφορική δοκιμασία για εξακρίβωση των γνώσεων ατόμων που κρίνονται. 4. (ιατρ.), το σύνολο των μεθόδων που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • Σουμέριοι — Όρος προερχόμενος από το όνομα «Σούμερ» που οι Βαβυλώνιοι έδιναν στην Κάτω Μεσοποταμία, με τον οποίο δηλώνεται ο λαός που κατοίκησε εκεί μεταξύ 4ης και 2ης π.Χ. χιλιετίας. Οι ίδιοι οι Σ. ονόμαζαν τους εαυτούς τους «μαυροκέφαλους» και τη χώρα τους …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… …   Dictionary of Greek

  • αεροσεισμική — Κλάδος της σεισμολογίας, που ερευνά τα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας, αλλά και τη μορφολογία του βυθού των θαλασσών. Οι μέθοδοι της α. χρησιμοποιούνται σήμερα περισσότερο στην εξέταση του βυθού παρά στην έρευνα της ατμόσφαιρας, η οποία γίνεται …   Dictionary of Greek

  • ακρίβωσις — ἀκρίβωσις ( εως), η (Α) 1. η ακριβής τήρηση του νόμου 2. η εξακρίβωση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκριβῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. ακριβωτικός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»